- χείλεσι
- χεί̱λεσι , χεῖλοςlipneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… … Dictionary of Greek
άστεγος — η, ο (AM ἄστεγος, ον) αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία αρχ. αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεγος < στέγη) … Dictionary of Greek
καταπαγιδεύω — (Μ) στήνω παγίδα σε κάποιον, συλλαμβάνω κάποιον σαν σε παγίδα («καταπαγιδεύω σε τοῑς χείλεσι», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek
λειρός — λειρός, ά, όν (Α) [λείριον] λειριόεις («τέττιξ γλυκεροῑς χείλεσι λειρὰ χέων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
μουκήζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέμφεσθαι τοῑς χείλεσι» … Dictionary of Greek
περιπτύσσω — ΝΜΑ (το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι… … Dictionary of Greek
προσμάσσω — και δωρ. τ. προτιμάσσω Α 1. συνδέω στερεά κάτι με κάτι άλλο, προσκολλώ δύο πράγματα μεταξύ τους («ὃς δὲ κε προσμάξη γλυκερώτερα χείλεσι χείλη», Θεόκρ.) 2. συμφύρω, αναμιγνύω 3. συνενώνω («τὸν Πειραιᾱ προσέμαξεν [τῇ πόλει]», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
προσωπούττα — ἡ, Α (συνηρ. τ. τού προσωπόεσσα) αγγείο με πρόσωπο («προσωποῡττα Πολέμων ἀγγεῑον χαλκοῡν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + οῦττα (πρβλ. μελιτ οῦττα), βλ. λ. όεις] … Dictionary of Greek